τυραννίδα

τυραννίδα
η / τυραννίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. η εξουσία, η κυριαρχία τού τυράννου, τυραννία, βασιλική αρχή, δεσποτεία («Διὸς τυραννίδα», Αισχύλ.)
2. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και αυταρχικό από τον τύραννο, απολυταρχία, ολιγαρχία («πασῶν ὀλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία και τυραννίς», Αριστοτ.)
3. εξουσία την οποία λαμβάνει κανείς με τη βία ή με απάτη
4. μτφ. α) καταπίεση, καταδυνάστευση
β) ταλαιπωρία, βάσανο
νεοελλ.
μτφ. δικτατορία
μσν.
αποστασία, στάση («οἱ Ἰουδαῑοι τυραννίδα κατὰ Ῥωμαίων ἐμελέτουν», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
1. αυθάδεια
2. περιοχή εσόδων ενός άρχοντος
3. ονομασία φαρμάκου
4. θηλ. τού τύραννος
5. στον πληθ. αἱ τυραννίδαι
οι τύραννοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυραννίδα — η 1. η εξουσία του τυράννου, τυραννία, δεσποτεία. 2. απολυταρχικό πολίτευμα, όπου την εξουσία ασκεί ένας άντρας (τύραννος) με αυθαίρετο τρόπο. 3. καταπίεση, καταδυνάστευση, κατατυράννηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυραννίδα — τυραννίς monarchy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδ' — τυραννίδα , τυραννίς monarchy fem acc sg τυραννίδι , τυραννίς monarchy fem dat sg τυραννίδε , τυραννίς monarchy fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • моучительство — МОУЧИТЕЛЬСТВ|О (34), А с. 1.Мучения, страдания: свершеныи въ любви. и въ конечнеѥ бестр(с)ти||ѥ пришедъ. не вѣсть разньства. своѥмѹ или чюжемѹ. или вѣрнѹ или невѣрнѹ. или рабѹ и свободнѹ. или отинѹдь мѹжьскѹ полѹ или женьскѹ. нъ вышии стра(с) и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • насильство — НАСИЛЬСТВ|О (3*), А с. Притеснение, насилие: и ѹдалѧтисѧ... ѿ граблень˫а. ѿ насильства. и чародѣиства. СбУв XIV, 66; ѿверзите ѿ себе дѣла темна˫а... ѡбиду насильство. грабленье Там же, 68; ѹне бо ѥсть терпѣти вышьши(х) себе насильство, нѣгли… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πιττακός — Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έζησε κατά την παράδοση μεταξύ 640 και 570 π.Χ. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πατρίδας του Μυτιλήνης. Μαζί με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου ανέτρεψε την τυραννίδα του… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… …   Dictionary of Greek

  • άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

  • αισυμνητεία — Η εξουσία του αισυμνήτη στην αρχαία Ελλάδα. Η εξουσία αυτή, που δινόταν σε πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες μιας πολιτείας για να τις συμβιβάσει, ήταν ισόβια ή περιορισμένου χρόνου με συγκεκριμένο, συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”